- φαιδρότητες
- φαιδρότηςbrightnessfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαιδρολογώ — Ν λέω φαιδρότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + λογώ*. Η λ., στον λόγιο τ. φαιδρολογέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek